νυν

νυν
(ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.)
1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.)
2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν
ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α. «ο νυν πρωθυπουργός» β. «οἳ νῡν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι», Ομ.ίλ.)
3. φρ. α) «νῡν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» — στον αιώνα τον άπαντα, αιωνίως, παντοτινά
β) «τό (γε) νῡν ἔχον» — όπως έχουν τώρα τα πράγματα
γ) «νῡν εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε» — τώρα περισσότερο από κάθε άλλη περίσταση
νεοελλ.
φρ. «έφτασε στο νυν και αεί» ή «είναι στο νυν και αεί» — βρίσκεται ή έφτασε στο έσχατο σημείο αντοχής
μσν.
φρ. «ἀπὸ τοῡ νῡν» — αμέσως
αρχ.
1. (χρησιμοποιείται όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το άμεσο παρελθόν) μόλις προ ολίγου, τώρα δα
2. (χρησιμοποιείται επίσης για το άμεσο μέλλον) τώρα αμέσως, εντός ολίγου
3. (σπανίως για να δηλώσει αντίθεση προς ό,τι θα μπορούσε να συμβεί υπό διαφορετικές περιστάσεις) όπως έχουν τώρα τα πράγματα
4. (ως εγκλιτ. μόριο) νυν, νυ
α) (δηλώνει την άμεση ακολουθία πράγματος που ακολουθεί κάποιο άλλο) ακολούθως, μετά από αυτά
β) (δηλώνει την άμεση ακολουθία πράγματος που εξάγεται ή εικάζεται από άλλο) λοιπόν
γ) (χρησιμοποιείται για ενίσχυση ή επίσπευση προσταγής, παραγγελίας ή πρόσκλησης) εμπρός λοιπόν, γρήγορα
δ) (χρησιμοποιείται επίσης για ενίσχυση ερώτησης) τίς νυν; τί νυν;
ποιος λοιπόν; τί λοιπόν;
5. φρ. α) «τὰ νῡν» — τώρα, επί τού παρόντος
β) «νῡν ἤδη» — από τώρα και στο εξής
γ) «καὶ νῡν» — ακόμη και σε αυτή την περίσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. νῦν ανάγεται σε ΙΕ τ. *nū- «τώρα» και συνδέεται με λ. όπως αρχ, ινδ. nu, nū, nŭn-am, χεττιτ. nu, ki-nun «τώρα», λιθουαν. nu, nūnaĭ, αρχ. άνω γερμ. nū, λατ. num, nun-c, nu-dius. To επίρρ. εμφανίζεται τονισμένο ή άτονο, με μακρό ή βραχύ -υ- και με ή χωρίς τελικό ν. Το μακρό -- μπορεί να ερμηνευθεί λόγω τού μονοσύλλαβου χαρακτήρα τού τύπου. Η μορφή νυ μαρτυρείται μόνο στα έπη και στη βοιωτική και κυπριακή διάλεκτο. Επίσης εμφανίζεται στην αντωνυμία ὅνυ τής αρκαδικής και κυπριακής διαλέκτου. Η ρίζα, τέλος, τού επιρρ. νῦν συνδέεται πιθ. με τη ρίζα *newo- τού νέος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νυν δη — νῡν δή (Α) (ισχυρότερος τ. τού νῡν) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.) 2. προ ολίγου 3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως 4. φρ. «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» άλλοτε μεν... άλλοτε δε …   Dictionary of Greek

  • νύν — νυν , νῦν now enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυν — νῦν now enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῦν — now enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • και νυν — καὶ νῡν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νυ — νῦν now enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῦ — νῦν now enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”